mentholated$552109$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mentholated$552109$ - translation to ελληνικό

ORGANIC COMPOUND USED AS FLAVOURING AND ANALGESIC
Mentholated; Camphor of peppermint; (-)-menthol; Levomenthol; 3-p-menthanol; Hexahydrothymol; Menthomenthol; Peppermint camphor; Neomenthol; Racementhol; Menthylic alcohol; Menthyl; Mentol; (+)-menthol
  • Synthetic menthol production
  • Ball-and-stick 3D model highlighting menthol's chair conformation
  • macro photograph]] of menthol crystals
  • Menthol biosynthesis image
  • Menthol crystals at room temperature. Approx. 1 cm in length.
  • Reactions of menthol
  • Menthol chair conformation
  • Structures of menthol isomers

mentholated      
περιέχων έλαιον ηδύοσμου

Ορισμός

menthol
¦ noun a crystalline alcohol with a minty taste and odour, found in peppermint and other natural oils.
Derivatives
mentholated adjective
Origin
C19: from Ger., from L. mentha 'mint' + -ol.

Βικιπαίδεια

Menthol

Menthol is an organic compound, more specifically a monoterpenoid, made synthetically or obtained from the oils of corn mint, peppermint, or other mints. It is a waxy, clear or white crystalline substance, which is solid at room temperature and melts slightly above.

The main form of menthol occurring in nature is (−)-menthol, which is assigned the (1R,2S,5R) configuration. Menthol has local anesthetic and counterirritant qualities, and it is widely used to relieve minor throat irritation. Menthol also acts as a weak κ-opioid receptor agonist.